Του Θανάση Καρτερού
ρθε η μέρα που περίμενε όλος ο καλός κόσμος. Ο Μητσοτάκης, με τη συνδρομή των αρίστων, ξεστοκάρει ό,τι στοκάριζε εξ απαλών ονύχων στο κεφάλι του. Κι ό,τι στοκάρεται χρόνια τώρα στις αποθήκες του ΣΕΒ, στους οδικούς χάρτες της τρόικας, στα υπόγεια της φλεγόμενης από πόθους και μηδέποτε καιόμενης νεοελληνικής ελίτ, στις πιο σκοτεινές γωνίες της δήθεν εξευγενισμένης Άκρας Δεξιάς.
Εργατική τάξη, μικρομεσαίοι, επαγγελματίες, και κυρίως νέοι, θα δουν, βλέπουν ήδη, τι θα πει στοκ επί των κεφαλών τους. Τι θα πει συμπαγής και επιθετική ταξική μονομέρεια με απευθείας ανάθεση σε πολιτικούς νάνους. Με σημαίες και με ματσούκια. Με απάτες και ψέματα. Με προπαγάνδα και κατεψυγμένη δημοκρατία. Με Μαρέβα και Peanut.
Αυτά τα πολύ σκοτεινά και απειλητικά είναι κιόλας εδώ. Ο οδοστρωτήρας που χρόνια μαστορεύουν μαρσάρει εν μέσω ιαχών. Περνάει πάνω από κατακτήσεις, όνειρα, δικαιώματα, αμοιβές, σχολεία, πανεπιστήμια, μνήμες, μνημεία, ανθρώπους.
Ερπύστριες στο σώμα του οκταώρου, στο χτισμένο με αίμα σπίτι, στις συντάξεις, στο ΕΣΥ, στα νοσοκομεία, σε ό,τι αναπνέει αλληλεγγύη, συλλογικότητα, κοινωνικό κράτος. Σε ό,τι μπορεί να παραγάγει ελπίδα, ανάταση, αξιοπρέπεια, πολιτισμό. Η Μενδώνη τσιμεντώνει, η Κεραμέως κλειδώνει, ο Χατζηδάκης καμαρώνει και ο Μητσοτάκης φουσκώνει μπροστά στον κάθε Λασκαρίδη: Εξοχότατοι, ιδού ο στρατός σας. Ιδού κι εγώ που ξεστοκάρω τα όνειρά σας επί της κοινωνίας.
Χάλκινες μέρες. Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ, κυβέρνηση, υπουργεία, αντιπολίτευση. Το θέμα είναι τώρα τι λέμε. Τι κάνουμε. Αν καθόμαστε να μετράμε τα μέτρα του Μητσοτάκη ή αν αγριέψουμε και ξεστοκάρουμε κι εμείς. Γιατί έχει και η Αριστερά, η δημοκρατία, η πλειοψηφία της κοινωνίας, και η μειοψηφία της μάχης, το δικό της στοκ. Αξίες, ιδέες, τόμους βιογραφίας, πολιτικές απαντήσεις, ιδεολογικές αναζητήσεις, εφαρμογές δημοκρατίας και δικαιοσύνης. Παρελθόν, παρόν, μέλλον και το στοκ της συλλογικής πράξης. Του πεζοδρομίου, της απεργίας, της διαδήλωσης, της διαμαρτυρίας, της επιτροπής αγώνα, του λόγου, του αντίλογου, της τέχνης, του πολιτισμού. Της φωνής, που κάστρα καταλεί και κάστρα θεμελιώνει.
Αντί επιλόγου, λίγο από Μπρεχτ:
Κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι το βασάνιζε. Είχα δυο γρόσια, μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα. Καλά, και δε φώναξες βοήθεια; Πώς, φώναξα, είπε το παιδί. Και δε σ’ άκουσε κανένας; ξαναρώτησε τώρα ο άνθρωπος και το χάιδεψε στοργικά. Όχι, αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά; ρώτησε ο άνθρωπος. Όχι, αποκρίθηκε το παιδί. Τότε δώσε μου και τ’ άλλο, είπε ο άνθρωπος.Και το πήρε.
Ξεστοκάρουμε, μ’ όλη μας τη φωνή. Καταλάβατε;
Από την Αυγή